βαλλωτή

βαλλωτή
βαλλωτή
Grammatical information: f.
Meaning: a plant, `Ballota nigra' (Dsc.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Unknown Cf. βάλ(λ)αρις, βάλλις and Strömberg Pflanzennamen 151. Fur. 301 compares βαλαύστιον (also -ώστιον{{)}; αυ\/ω is known from Pre-Gr., as is the suffix -ωτ-.
Page in Frisk: 1,217

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαλλωτῇ — βαλλωτή black horehound fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλωτή — black horehound fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλωτή — η (Α βαλλωτή) πολυετής πόα, δύσοσμη, με κόκκινα άνθη, βρομόχορτο, πιπερίτσα νεοελλ. ονομασία διαφόρων φυτών Αγγειόσπερμων, Σωληνανθών, από τα οποία γνωστότερο είναι η βαλλωτή η κρατηροειδής, λουμινιά, λυχναράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ.] …   Dictionary of Greek

  • βαλλωτῆς — βαλλωτή black horehound fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαλλωτήν — βαλλωτή black horehound fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανεμοφωλιά — η ονομασία του φυτού βαλλωτή η κρατηρόμορφος, αγκαρεθιά …   Dictionary of Greek

  • λουμίνι — το 1. φιτίλι καντηλιού 2. ο κάλυκας τού φυτού βαλλωτή, ο οποίος χρησιμοποιούνταν ως φιτίλι καντηλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. lumin] …   Dictionary of Greek

  • λυχνίτις — λυχνῑτις, ιδος, ἡ (Α) 1. το φυτό βαλλωτή 2. το φυτό φλομίς. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος + επίθημα ῖτις (πρβλ. λιμεν ίτις, τοξ ίτις)] …   Dictionary of Greek

  • λυχναράκι — το [λυχνάρι] 1. μικρό λυχνάρι 2. κοινή ονομασία ενός είδους τού γένους βαλλωτή …   Dictionary of Greek

  • μελαμπράσιον — μελαμπράσιον, τὸ (Α) (κατά τον Διοσκουρίδη) το ποώδες φυτό βαλλωτή η μέλαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + πράσιον (< πράσον)] …   Dictionary of Greek

  • νωθουρίς — νωθουρίς, ίδος, ἡ (Α) το φυτό βαλλωτή. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για συνθ. τού νωθής «ατάραχος, ήρεμος» + οὐρά. Το φυτό ονομάστηκε έτσι λόγω της φαινομενικής ακινησίας τών κλάδων του] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”